ΤΑ ΜΑΡΟΥΣΙΩΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ- ΤΑ ΣΤΑΥΡΑΔΕΡΦΙΑ, Ο ΟΒΡΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ

Από το βιβλίο “Μαρουσιώτικα Ενθυμήματα” του καθηγητή Δημήτρη Μασούρη, έκδοση του Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου Αμαρουσίου:

Σαράντα μέρες διαρκούσε η νηστεία για το Πάσχα και ήταν σκληρή. Εξαίρεση γινόταν την ημέρα του Ευαγγελισμού και των Βαΐων, που γευμάτιζαν με ψάρι, ιδιαίτερα μπακαλιάρο.

Φρόντιζαν ιδιαίτερα τα σπίτια. Τα πασχαλινά κουλουράκια, τις λαμπάδες για τα μέλη της οικογένειας και τους βαφτιστικούς τα ετοίμαζαν από τη Μεγάλη Πέμπτη.

Τα αυγά βάφονταν επίσης το απομεσήμερο της Μεγάλης Πέμπτης. Τη Μεγάλη Παρασκευή την αφιέρωναν στην ακολουθία του Επιταφίου.

Επιτάφιος

Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης προς τη Μεγάλη Παρασκευή στο δεξιό κλίτος του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου οι νέες κοπέλες του Μαρουσιού στόλιζαν με φροντίδα τον Επιτάφιο. Χρησιμοποιούσαν άσπρες βιολέτες.

Υπήρξαν βέβαια εποχές που η καλλιέργεια της γης δεν ήταν εύκολη στις βιολέτες, π.χ. με τον πόλεμο του 1940 και την κατοχή δεν υπήρχε καλλιέργεια στο λουλούδι, αφού οι καλλιεργητές του είδους βρίσκονταν στο μέτωπο. Τότε χρησιμοποιήθηκαν άσπρα χάρτινα λουλούδια , που αντικατέστησαν εύστοχα τις άσπρες βιολέτες κάτω από την άγρυπνη επιμέλεια των κοριτσιών.

Οι κοπέλες του Μαρουσιού από τα παλιά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας όταν έβγαιναν στους αμπελώνες για ξεβοτάνισμα μάζευαν όλη τη λεγόμενη

«Κουφή Εβδομάδα,, (είναι η εβδομάδα, που τελειώνει το Σαββάτο του Λαζάρου) άσπρες αγριοβιολέτες, που άφθονες φύτρωναν στις γύρω περιοχές. Αυτές τις έκαναν δεματάκια και τις τοποθετούσαν σε πανέρια, αφού προηγουμένως φρόντιζαν να τις ραντίσουν με νερό, για να διατηρηθούν δροσερές μέχρι τη στιγμή που θα χρησιμοποιούνταν.
Υπάρχει η εξής μαρτυρία, που δικαιολογεί την προτίμηση αυτή, στις άσπρες βιολέτες.

Ήταν, λένε, Μεγαλοβδομάδα δύο χρόνια πριν την έναρξη της Επανάστασης του 1821, όταν ένας απεσταλμένος του οπλαρχηγού της Χασιάς Μελέτη Βασιλείου μπήκε στ’ αμπέλια του τούρκου Αγά πέρα από τις Αδάμες, κοντά στο Τατόι. Εκεί δούλευε μια κοπέλα Μαρουσιώτισσα. Σ’ αυτήν έδωσε ένα μπουκέτο αγριοβιολέτες, που μέσα είχε κρύψει ένα μήνυμα.

Το μήνυμα αυτό ο Μελέτης Βασιλείου μαζί με άλλους οπλαρχηγούς του επαναστατικού αγώνα της Βόρειας Αττικής Δημήτρη Σκευά και Αναγνώστη Κιουρκατιώτη είχαν ορίσει να δοθεί στον παπά της Παναγίας. Εκείνος θα συγκέντρωνε τα παλικάρια στον εσπερινό της Λαμπρής, την Αγάπη, και θα τα όρκιζε σταυραδέρφια σαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

Ο παπά Συμεών, ο μαρουσιώτης αυτός ιερέας μόλις πήρε το μπουκέτο την ώρα της ακολουθίας των ωρών της Μεγάλης Παρασκευής, είδε το μήνυμα, το έβαλε στο Ευαγγέλιο και σκόρπισε τις άσπρες αγριοβιολέτες πάνω στο χρυσοκέντητο Επιτάφιο. Όταν τελείωσε η. αποκαθήλωση, ειδοποίησε τα μαρουσιώτικα παλικάρια να ‘ναι έτοιμα για τη μεγάλη στιγμή της μύησης στην Αγάπη.

Σταυραδέρφια

Η μύηση και η ορκωμοσία των σταυραδέρφων ήταν ένα μυστικό τελετουργικό έθιμο, που κρατιόταν κρυφό. Η διαδικασία ήταν η εξής: δύο άτομα, που συνδέονταν με στενή φιλία ή μπορεί να ήταν και άσπονδοι εχθροί μέχρι τη στιγμή εκείνη, χωρίς να έχουν συγγενικό δεσμό, αποφάσιζαν να γίνουν σταυραδέρφια. Φορούσαν τα λαμπριάτικά τους ρούχα, έπαιρναν μαζί τους ένα κοριτσάκι ως δέκα χρονώ και πήγαιναν στην εκκλησία της Παναγίας με το κοιμητήρι. Εκκλησία και κοιμητήρι εκείνη την εποχή υπήρχε στους Αγίους Αναργύρους (=Παναγία η Μαρμαριώτισσα) και στην Παναγία την Κλαριώτισσα (=σημερινή Κοίμησις της Θεοτόκου, ή Παναγία η Μαρουσιώτισσα).

Εκεί με την παρουσία του παπά, διαβαζόταν ορισμένη ευχή, ορκίζονταν τα παλικάρια πάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο αιώνια αφοσίωση και αμοιβαία προστασία σε κίνδυνο ή πόλεμο. Αντάλλασσαν τα όπλα ή και τα ρούχα τους, ακόμη και το αίμα τους, αφού έκαναν μια αμυχή στο χέρι τους, διασταυρώνοντάς το. Αναλάμβαναν δε να προικίσουν και το κοριτσάκι που παρευρισκόταν στην τελετή, ήταν η ψυχοκόρη τους.

Αυτά ήταν τα λεγόμενα σταυραδέρφια, βλάμηδες, μπραζέρηδες ή μπουραζέρηδες, αδελφοποιτοί και έτσι γινόταν η μύησή τους, που είχε και άλλες παραλλαγές, για να πάρουν το εφοδιαστικό τους στο μεγάλο αγώνα της Επανάστασης του 1821.

Το έθιμο αυτό λάβαινε χώρα στον εσπερινό της Λαμπρής κατά μυστικό τρόπο κάτω από τα βλέμματα των Τούρκων, που έμεναν στο Μαρούσι. Τα σπίτια των Αγάδων σώζονταν μέχρι προ ολίγου κάτω από την Παναγία το ένα και δύο στη σημερινή πλατεία Ηρώων, απέναντι από το παλιό παντοπωλείο του Κουντουριώτη και το άλλο στον ίδιο δρόμο της Αναβρύτων, ένα τετράγωνο πιο πέρα από το πρώτο. Έτσι οι Τούρκοι αγάδες έλεγχαν τη ζωή των Μαρουσιωτών στην είσοδο του χωριού από την Κηφισιά και ανέφεραν κάθε ύποπτη κίνηση στο Βοεβόδα της Κηφισιάς, που είχε εκεί την έδρα του.

Φανερώνεται όμως πως οι αγριοβιολέτες έπαιξαν άριστα το ρόλο τους στη μεταφορά του μηνύματος. Από τότε συνηθίζεται κατά παράδοση ο Επιτάφιος της Παναγίας να γίνεται με άσπρες βιολέτες. Λεβέντικος, καμαρωτός, κατάλευκος, απλός δωρικός, κρύβοντας το μυστικό της δημιουργίας του, συναντιέται με τους άλλους Επιταφίους των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Νικολάου στην πλατεία του ηλεκτρικού σταθμού σ’ ένα σύμπλεγμα θαυμάσιας τρίπτυχης αριστουργηματικής ομορφιάς.

Η ξυλόγλυπτη τέχνη της μοναστηριακής τάσης με τη φυσική και απέριττη ομορφιά των αγνών προθέσεων της πίστης των απλών κοριτσιών, δεμένη σε ένα θαυμάσιο σύνολο παρουσιάζεται έξοχα.

Αγνές διαθέσεις, αγνές προθέσεις είναι και οι σημερινές, όπως και οι τοτινές εκείνων που σύσσωμοι αναλάβαιναν τον αγώνα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας ενάντια στον Ισλαμικό ζυγό και ορκίζονταν πίστη και αφοσίωση, φιλία και αγάπη μέχρι θανάτου για Εκείνον, που θυσιάστηκε και αναστήθηκε, και για την Πατρίδα.

Ομοίωμα του Οβραίου

Το απομεσήμερο του Μεγάλου Σαββάτου η γυναίκα που είχε τη φροντίδα του ναού -η κλησάρισσα- έβγαινε στη γειτονιά και μάζευε ξερά κλαδιά, “ξερόνια”. Φώναζε μάλιστα μπροστά σε κάθε πόρτα των αγροτικών σπιτιών των χωρικών «Φέρτε ξερόνια για τον Οβριό».

Κι έτρεχαν τα παιδόπουλα στα αχούρια και μάζευαν τη «φαγούρα». Έτσι ονόμαζαν τα σκληρά στελέχη του σανού, που είχαν απομείνει από την τροφή των ζώων από τα παχνιά των στάβλων ή τα ροκανίδια ή τα ξερά δαδιά ή τα άλλα φρύγανα, που χρησιμοποιούσαν σαν προσάναμμα, όταν έβαζαν το μεγάλο χάλκινο λεβέτι στη γωνιά της αυλής οι νοικοκυρές, προκειμένου ν’ αρχίσουν τη θρυλική μπουγάδα με την αλισίβα και σκορπίζονταν τ’ άχυρα και τα φρύγανα και μπορούσε κανείς να ακολουθήσει τα ίχνη τους στους χωμάτινους στενούς δρόμους της μικρής πολίχνης τότε του Αμαρουσίου, που οδηγούσαν στην επάνω πλατεία, όπου η Πλατεία Ηρώων. Εκεί τα τοποθετούσαν για να κάψουν την επόμενη ημέρα τον Οβραίο (Οβριό), που είχε προδώσει το Χριστό.

Τον Οβραίο τον έφτιαχναν με λινό λευκό ύφασμα. Ξεχώριζε το κεφάλι, ο κορμός, τα άκρα. Τον γέμιζαν με άχυρα και στα μάτια του και το κεφάλι τοποθετούσαν μπαρούτι. Κρεμούσαν μ’ ένα σύρμα το ανθρώπινο ομοίωμα από ένα σιδερένιο πάσσαλο κατάλληλα διευθετημένο και πάνω ακριβώς από τα συγκεντρωμένα φρύγανα – ξερόνια.

Τελετή Αγάπης

Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα πήγαιναν τα παιδιά με τις πασχαλιάτικες λαμπάδες τους μάλιστα έκαναν και επίδειξη, ποιά ήταν η ομορφότερη, στην εκκλησία και παρακολουθούσαν την τελετή της αγάπης. Έφερναν μαζί τους τα κόκκινα αυγά, τα τσούγκριζαν και εύχονταν.

Το κάψιμο του Οβραίου

Το απογευματάκι της Κυριακής του Πάσχα συγκεντρώνονταν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, στολισμένοι με τις πιο όμορφες τοπικές φορεσιές τους άντρες, γυναίκες, παιδιά στην πλατεία. Έβαζαν φωτιά στα φρύγανα -ξερόνια- και εκείνα έπειτα από ένα πυκνό νέφος καπνού μετέφεραν τη φλόγα στο ομοίωμα του Οβραίου. Στην αρχή καίγονταν τα πόδια του και όσο προχωρούσε η φλόγα το θέαμα γίνονταν συναρπαστικότερο. Το αποκορύφωμα τέλος ήταν το άναμμα του μπαρουτιού στο κεφάλι. Ο Οβραίος πετούσε φλόγες από το στόμα του και τα μάτια του. Γελούσε όλος ο κόσμος και χαιρόταν, ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά.

Χορός – τραγούδι

Μετά ακολουθούσε χορός και τραγούδι. Καλλίφωνη νέα τραγουδούσε με συνοδεία μουσικών οργάνων, βιολί, πίπιζα, σαντούρι, λαούτο κι εχόρευαν συρτό και τσάμικο, και τα τραγούδια που τραγουδούσαν θα είχαν μείνει άγνωστα εάν δεν συνδέονταν με όμορφα χαρακτηριστικά επεισόδια. Μερικά αποσπάσματα απ’ αυτά σημειώνουμε:

Στη Στεριανή (Καισαριανή) σεργιάνι
και στη Μεντέλη μέλι
στη Μαγερίνα κρύο νερό,
που πίνουν οι αγγέλλοι

Ποταμέ, όταν γυρίζεις
και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου
στα στριφογυρίσματά σου.

Βρε Ουρανέ που ‘σαι ψηλά
κατέβα κάνε κρίση
μια κοπελιά αγάπησα
και θέλει να μ’ αψήσει.

Για το τελευταίο τετράστιχο διηγούνται και μια χαριτωμένη ιστορία.

Η κορυφαία του χορού όταν επαναλάμβανε το τραγούδι αντί να λέει «Ουρανέ» έλεγε «Ιρανέ». Τα παλικάρια του χωριού, που θεωρούνταν γραμματιζούμενα, κατέβαλε κάθε φιλότιμη προσπάθεια για να ικανοποιήσει τους βιαστικούς αλλά έβγαινε νικημένη στον ανήφορο από την Παναγία τη Νεραντζιώτισσα μέχρι το σταθμό. Εκεί, μέσα στο πανδαιμόνιο των ροδόλευκων λουλουδιών της πικροδάφνης, τα γαϊδουράκια με σαμαράκια καλυμμένα από πολύχρωμα χράμια, ανυπόμονα περίμεναν τους ταξιδιώτες προσκυνητές συγγενείς και φίλους των Αμαρουσιωτών από την Αθήνα να τους μεταφέρει στην Αγία Τριάδα.

Πρόθυμη, διασκεδαστική συντεχνία μικρών και μεγάλων κατοίκων του Αμαρουσίου, από το Σαββάτο της Πεντηκοστής είχε κινητοποιηθεί. Μέσα σε λίγη ώρα τους τακτοποιούσε όλους με μεταφορικά μέσα,και το γραφικό καραβάνι έφευγε για την Αγία Τριάδα της Πεντέλης.

Περνούσε από την Πλατεία Κασταλίας, όπου απαραίτητα στάθμευαν οι Αθηναίοι για να πιουν μαρουσιώτικο νερό. Νεροκουβαλητές πρόθυμοι χορηγούσαν μικρά κομψά πήλινα κανατάκια -βουλωμένα με καταπράσινα κουκουνάρια πεύκων- γεμάτα δροσερό νερό «για το ταξίδι της Αγίας Τριάδας., λέγοντας και τα σχετικά αυτοσχέδια δίστιχα, που πρωτακούσαμε και πρωτοδημοσιεύσαμε, (Αμαρύσια Φ.8411969):

«Πάρε νερό του Μαρουσιού
πάρε δροσιά κι υγεία
να πίνεις να δροσίζεσαι
γιατρού μην έχεις χρεία».

«Αν πιεις νερό του Μαρουσιού
δε θα μ’ αλησμονήσεις
κι αν νηστικάτα ματαπιείς
σε μένα θα γυρίσεις».

ή ακόμη και το χαριτωμένο,

«λουκουμάκι και νερό μια πεντάρα και τα δυο» .

Έπειτα προχωρούσαν στα αλώνια, περνούσαν από το Βαθύρωμα, έφταναν στη Μαγερίνα κι ανέβαιναν στην Πεντέλη την ώρα, που η φύση ντυνόταν τη χλαμύδα του δύoντος ηλίου. Ήταν παραμονή της μεγάλης γιορτής και οι φιλότιμοι Αμαρουσιώτες είχαν τακτοποιήσει στην Αγία Τριάδα τα πάντα, ώστε να μη λείψει τίποτε στους φίλους τους. Από το σημαιοστολισμό του χωριού έως τα ψητά και το κρασί.

Προσκυνούσαν την εικόνα της Αγίας Τριάδος και παρακολουθούσαν με κατάνυξη τον εσπερινό. Το βράδυ παραβρίσκονταν στην ολονυκτία ή κοιμόνταν έξω από το ναό πάνω σε πλούσια στρωσίδια υφαντές κουβέρτες και χράμια. Πολλοί άρχιζαν τις διηγήσεις για να περάσει η νύχτα με ενδιαφέροντα θέματα, που συνοδεύονταν από το κελάρυσμα του νερού και το λάλημα του κούκου.

Οι συζητήσεις τους στρέφονταν στο σουλτάνο Σελήμ τον Α:, που για τη σκληρότητά του ονομάστηκε Γιαβούζ, γιατί εκτός από άλλα φοβερά που έπραξε, σκότωσε δώδεκα αδέλφια και ανίψια του και έντεκα βεζίρηδες του -αν και βασίλεψε οκτώ χρόνια- επίσης καταδίωξε με ωμότητα και διέταξε να μεταβληθούν οι χριστιανικοί ναοί σε τζαμιά το έτος 1518. Κι άλλοι συνέχιζαν για τον επίσκοπο Τιμόθεο, που εξαιτίας των καταδιώξεων έφυγε από την Εύβοια, ήρθε στην Αττική με πολλούς κληρικούς και κατέφυγε στην Πεντέλη. Εκεί, αφού γύρισε διάφορες τοποθεσίες, διάλεξε την πιο κατάλληλη για ν’ ασκητέψει. Αλλά με έκπληξή του παρατηρούσε ότι σε όσα μέρη υπήρχε νερό ή ερημοκλήσι ήταν κι από ένας ασκητής.

Ο πιο φημισμένος ήταν αυτός, που είχε εγκατασταθεί μέσα στη γνωστή σπηλιά (Νταβέλη σήμερα) της Πεντέλης. Ασκητής υπήρχε στον Άγιο Γεώργιο του Κοκκιναρά, ασκητής ήταν στον Άγιο Ιωάννη, στον Άγιο Παντελεήμονα, στον Άγιο Λουκά, στον Άγιο Χρυσόστομο, στους Ταξιάρχες, στην Φραγκοκλησιά, στου Μπογιατιού και στον Άγιο Πέτρο. Στην Αγία Τριάδα, έλεγαν, ο επίσκοπος Τιμόθεος δε βρήκε ασκητή.

Ο πιο οξυδερκής όμως από τους συνοδούς του παρατήρησε μακριά ένα λευκό σημείο. Πλησίασε ο Τιμόθεος και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα σκελετό ασκητή, που είχε εντελώς λευκανθεί από το χρόνο και τις βροχές. Πάνω στο στήθος του υπήρχε ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας ασημένιο, σκεπασμένο από τα οστά του στέρνου, που περιέβαλαν την καρδιά του. Εκεί, αργότερα, το 1578 κτίστηκε η Μονή Πεντέλης.

Αυτά διηγούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας, της παραμονής, ενώ φωτιά αναμμένη σπίθιζε και σκόρπιζε τη συντροφιά της και απομάκρυνε ίσως την επίσκεψη ανεπιθύμητου ζουλαπιού ( άγριου ζώου) του βουνού.

Το πρωί στη λειτουργία μερικές φορές παραβρίσκονταν ο Δήμαρχος Αθηναίων. Πολύ ενθουσιάζονταν τότε όλοι Αθηναίοι και Μαρουσιώτες, όταν έβλεπαν το Δήμαρχό τους. Το τραπέζι που έκαναν προς τιμή του το τοποθετούσαν κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια κοντά στη στέρνα και το έστρωναν με μυρτιές, κουμαριές, φτέρες, σκίνα και πεύκα.

Τον πρώτο μεζέ του τον πρόσφερε φουστανελοφόρος λεβέντης του Αμαρουσίου πάνω σε γιαταγάνι με λαβή φιλντισένια. Έπειτα του έδιναν το μαρουσιώτικο κρασί από την περιοχή του Σωρού μέσα σε πήλινη κούπα, την οποία και του δώριζαν, γιατί ήταν σκαλισμένη όμορφα.

Άρχιζαν οι προπόσεις και μετά ο χορός. Ωραίες κοπέλες με τοπικές ενδυμασίες της Αμαλίας έσυραν τον καλαματιανό, φουστανελοφόροι τον τσάμικο, ενώ Αμαρουσιώτες λαϊκοί μουσικοί με πίπιζες, σαντούρια, βιολιά και λαούτα συνόδευαν. Οι λεβέντες πετούσαν νομίσματα μέσα στις τραγιάσκες των μουσικών ή κολλούσαν τα χαρτονομίσματα στα μέτωπά τους.

Έως αργά το απόγευμα διαρκούσε το γλέντι. Δεν έλειπαν κάποτε και οι παρεξηγήσεις. Πάντως το καραβάνι των προσκυνητών από τον ίδιο δρόμο γύριζε στο Μαρούσι και από εκεί με το Θηρίο – Θερίο» στην Αθήνα με μια θερμή ευχή, και του χρόνου!

Του καθηγητή Δημήτρη Μασούρη

Από το βιβλίο “Μαρουσιώτικα Ενθυμήματα”

Έκδοση του Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου Αμαρουσίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *